πυγίδιον
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 813] τό, dim. von πυγή, kleiner, magerer Steiß, Ar. Ach. 613 Equ. 1365.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de πυγή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυγίδιον -ου, τό [πυγή] bil.
Russian (Dvoretsky)
πῡγίδιον: (ῐδ) τό Arph. demin. к πυγή.
Greek (Liddell-Scott)
πῡγίδιον: τὸ, ὑποκορ. τοῦ πυγή, λεπτὴ πυγή, ἰσχνὰ ὀπίσθια, Ἀριστοφ. Ἀχ. 638, Ἱππ. 1368.
Greek Monotonic
πῡγίδιον: τό, υποκορ. του πυγή, μικρά οπίσθια, σε Αριστοφ.