ἀκρόβυστος

Revision as of 12:14, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἀκρόβυστον, uncircumcised, Aq.Ex. 6.12, etc.

Spanish (DGE)

-ον
1 no circuncidado e.d. gentil Ign.Phil.6.1.
2 en situación de dificultad ἀ. χείλεσι que no puede hablar Aq.Ex.6.12.

German (Pape)

[Seite 83] (an der Spitze bedeckt), unbeschnitten, LXX.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
incirconcis.
Étymologie: déform. de ἀκροποσθία.

Greek Monolingual

ἀκρόβυστος, -ον (Α)
αυτός που δεν υπέστη περιτομή, αυτός που έχει ακροβυστία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκροβυστία, υποχωρητικά.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκροβυστῶ].