παντάδικον, all-unrighteous, πλοῦτος Ph. 2.362.
[Seite 462] ganz ungerecht, Sp.
παντάδικος: -ον, ὅλως ἄδικος, Φίλων 2. 362, Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 266.
-ον, Αεξ ολοκλήρου άδικος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + ἄδικος.