ὀνοκρόταλος

Revision as of 12:17, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ὁ, pelican, Plin.HN10.131, Mart.11.21.10.

German (Pape)

[Seite 348] ὁ, ein gallischer Vogel, Wasserrabe, Plin. H. N. 10, 74.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνοκρότᾰλος: ὁ, ὁ πελεκάν, Πλίν. 10. 66, Μαρτ. 11. 21.

Greek Monolingual

ὀνοκρόταλος, ὁ (Α)
ο πελεκάνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κρόταλον (< κροτώ)].