σμώγω

Revision as of 12:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

smite, cited as etym. of σμῶδιξ, EM721.23.

Greek (Liddell-Scott)

σμώγω: πλήττω, μνημονεύεται ὡς ῥίζα τοῦ σμῶδιξ, Ἐτυμολ. Μέγ. 721. 23.

Greek Monolingual

Α
πλήττω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σμώγω απαντά στο Μέγα Ετυμολογικόν, όπου θεωρείται ως ο ρηματικός τ. από τον οποίο παράγεται η λ. σμῶδιξ].