προγευματίζω

Revision as of 12:20, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

taste before, τινος Arist.de An.422b7.

German (Pape)

[Seite 713] vorher zu kosten geben, vorher kosten, Arist. de anim. 2, 10, ὅταν προγευματίσας τις ἰσχυροῦ χυμοῦ γεύηται ἑτέρου.

Russian (Dvoretsky)

προγευμᾰτίζω: вкушать раньше (τινός Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

προγευμᾰτίζω: γευματίζω πρότερον, γεύομαι πρότερον, ἰσχυροῦ χυμοῦ Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 10, 5.

Greek Monolingual

ΝΑ
νεοελλ.
1. παίρνω το πρόγευμα, το πρωινό μου
2. (παλαιότερα) τρώω το μεσημεριανό μου, γευματίζω
αρχ.
δοκιμάζω, γεύομαι κάτι προηγουμένωςὅταν προγευματίσας τις ἰσχυροῦ χυμοῦ γεύηται ἑτέρου», Αριστοτ.).