ἀναύχην
English (LSJ)
ενος, ὁ, ἡ, without neck or throat, Emp.57.
Spanish (DGE)
-ενος
sin cuello κόρσαι ἀναύχενες ἐβλάστησαν Emp.B 57, ὄφις ... αὐχέν' ἀναύχην Call.Fr.575, θήρ Gr.Naz.M.37.1559A.
German (Pape)
[Seite 212] ohne Hals, Empedocl. 219.
Russian (Dvoretsky)
ἀναύχην: ενος adj. лишенный шеи (κόρσαι Emped. ap. Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναύχην: -ενος, ὁ, ἡ, ἄνευ αὐχένος ἢ λαιμοῦ, ᾗ πολλῶν μὲν κόρσαι ἀναύχενες ἀβλάστησαν Ἐμπεδοκλῆς παρ’ Ἀριστ. π. Ψυχ. Γ. 6.