παραδεκτός

Revision as of 12:20, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

παραδεκτόν, accepted: acceptable, Jul.Ep.88.

Greek (Liddell-Scott)

παραδεκτός: -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ γινόμενος ἢ δυνάμενος νὰ γίνῃ δεκτός, Ἰουλιαν. Ἐπιστ. 62, Κύριλλ.

Greek Monolingual

και παραδεχτός, -ή, -ό / παραδεκτός, -ή, -όν, ΝΑΜ παραδέχομαι
αυτός που μπορεί να γίνει ή που έγινε δεκτός («εἰ παραδεκτὸς εἴης ἡμῖν», Ιουλ.).