shout, ἤκουσα τῶν ἐκκραγγανομένων Men.22 D.
gritar, vociferar Men.Fr.520.
ἐκκραγγάνω: μετὰ κραυγῆς, λέγω, Σουΐδ., Ζωναρᾶς σ. 673.
= ἐκκράζω, Suid.