κρούστου, ὁ, = Lat. petulcus, Dosith.p.397 K.
ο (Α κρούστης) κρούωνεοελλ.αυτός που κρούει ή το όργανο με το οποίο κρούεται κάτι, επικρουστήραςαρχ.αυτός που επιτίθεται και χτυπά με το κεφάλι ή με τα κέρατα.