επικρουστήρας

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388

Greek Monolingual

ο επικρούω
επίμηκες χαλύβδινο όργανο με ακή το οποίο ωθείται προς τα εμπρός με κρουστικό μηχανισμό και προκαλεί ανάφλεξη φυσιγγίου ή καψουλιού.