f.l. for οὐρίαχος, Poll.1.90.
[Seite 416] ὁ, der mittlere Theil des Ruders, Poll. 1, 90, wo Bekker οὐρίαχος herstellt.
οὐρακός: ἡμαρτημένη γραφὴ ἀντὶ οὐρίαχος, Πολυδ. Α´, 90.