Adv. equally, dub. l. in Iamb.Comm.Math.25.
adv. igualmente ὁρῶντες ἔ. τὰ περὶ τὴν ἁρμονίαν δι' ἀριθμῶν καὶ τὰ περὶ τὴν ὄψιν μαθήματα διὰ γραμμάτων Iambl.Comm.Math.25.
ἔνισον (Α) ίσονεπίρρ. κατά ίσο τρόπο, εξίσου.