πρωτόγαμος
English (LSJ)
πρωτόγαμον, just married, Orph. L.256.
German (Pape)
[Seite 804] erst eben od. kürzlich verheirathet, Orph. Lith. 5, 12.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτόγᾰμος: -ον, ὁ κατὰ πρῶτον εἰς γάμον ἐρχόμενος, Ὀρφ. Λιθ. 553.
Greek Monolingual
-η, -ο / πρωτόγαμος, -ον, ΝΑ
αυτός που μόλις πριν από λίγο παντρεύτηκε, ο νεόνυμφος
νεοελλ.
αυτός που παντρεύεται για πρώτη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -γαμος (< γάμος), πρβλ. κακό-γαμος, πικρό-γαμος].