κατάστεγνος
English (LSJ)
κατάστεγνον, close-covered, MyiaEp.4.
German (Pape)
[Seite 1381] dicht bedeckt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατάστεγνος: -ον, κατακεκαλυμμένος, οἴκησις Μυῖα Ἐπιστ. σ. 63, ἀντίθ. περιπεπνευσμένα.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κατάστεγνος, -ον)
νεοελλ.
τελείως στεγνός, ολόστεγνος, ξερός («κατάστεγνα ρούχα»)
αρχ.
αυτός που έχει καλυφθεί τελείως, εντελώς σκεπασμένος.