ξενοσύνη

Revision as of 12:23, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

Ep. ξεινοσύνη, ἡ, hospitality, Od.21.35.

German (Pape)

[Seite 278] ἡ, ion. u. ep. ξεινοσύνη, ἡ, Gastfreundschaft, Od. 21, 35.

Russian (Dvoretsky)

ξενοσύνη: ион. ξεινοσύνη (ῠ) ἡ гостеприимство, радушный прием Hom.

Greek (Liddell-Scott)

ξενοσύνη: Ἰων. καὶ Ἐπικ. ξεινοσύνη, ἡ, ξενία, φιλοξενία, ξεινοσύνης προσκηδέος Ὀδ. Φ. 35.

Greek Monolingual

ξενοσύνη, ιων. και επικ. τ. ξεινοσύνη, ἡ (Α) ξένος
η μεταξύ ξένων φιλία.

Greek Monotonic

ξενοσύνη: ἡ, Ιων. ξειν-, φιλοξενία, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

hospitality, Od.