ἐκπύησις
English (LSJ)
-εως, ἡ, suppuration, Id.Aph.7.20, etc.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Morfología: [plu. nom. ἐκπυήσιες Hp.Prog.15, ac. ἐκπυήσιας Hp.Fract.27]
medic. supuración ἐπὶ ἐρυσιπέλατι σηπεδὼν ἢ ἐ. Hp.Aph.7.20, cf. Fract.27, Prog.15, 21, τῶν φλεγμονῶν Thphr.HP 9.9.3, ἡ ἐ. ὁμαλή una supuración normal Gal.17(1).857 (bis), αἱ δ' ἐκπυήσεις λεπτύνουσί τε τοὺς παχεῖς χυμούς Gal.18(1).500, cf. 11.118 (bis).
German (Pape)
[Seite 777] ἡ, das Vereitern, Hippocr.