ἐξαποφαίνω

Revision as of 12:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

strengthened for ἀποφαίνω, Luc.Hes.1.

Spanish (DGE)

manifestar, exponer τὴν ἀρχήν Luc.Hes.1.

German (Pape)

[Seite 871] verstärktes ἀποφαίνω, Luc. Hesiod. 1 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐξαπέφηνα;
c. ἀποφαίνω.
Étymologie: ἐξ, ἀποφαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαποφαίνω: Luc. intens. к ἀποφαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαποφαίνω: ἐπιτεταμένον* ἀντὶ τοῦ ἀποφαίνω, Λουκ. Ἡσίοδος 6.

Greek Monolingual

ἐξαποφαίνω (AM)
αποκαλύπτω, φανερώνω, παρουσιάζω.

Greek Monotonic

ἐξαποφαίνω: επιτετ. αντί ἀποφαίνω, σε Λουκ.

Middle Liddell

[strengthened for ἀποφαίνω, Luc.]