ἐριουργία

Revision as of 12:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἡ, wool-working, Poll.7.28, Sor.1.4(pl.).

German (Pape)

[Seite 1030] ἡ, Wollarbeit, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἐριουργία: ἡ, ἡ κατεργασία τῶν ἐρίων, Πολυδ. Ζ΄. 28.

Greek Monolingual

η (AM ἐριουργία) εριουργός
νεοελλ.
βιομηχανία κατεργασίας του ερίου για παραγωγή μάλλινων υφασμάτων ή ειδών πλεκτικής ή ταπήτων
αρχ.
η κατεργασία του ερίου.