λευκόπυρος
English (LSJ)
ὁ, fine wheat, in plural, Ph.1.614, 669.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
λευκόπῡρος: ὁ, σεμίδαλις, ἐν τῷ πληθ., Φίλων 1. 614, 669.
Greek Monolingual
λευκόπυρος, ὁ (Α)
αλεύρι εκλεκτής ποιότητας, σιμιγδαλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + πυρός «αλεύρι»].