σεμίδαλις
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
English (LSJ)
[ῐ], -εως or -ιος (-εος in Archestr.Fr.4.14), ἡ, the finest wheaten flour, Hp.Vict.2.42, Acut.(Sp.) 53, Ar.Fr.412, Hermipp.63.22, Stratt.2 (who has gen. -ιδος), LXX Ge.18.6, al., Apoc.18.13, etc.; σεμιδάρεως is an error in POxy.736.82 (i A.D.):—hence σεμῐδᾱλίτης [ῑ] ἄρτος, ὁ, bread made of σεμίδαλις, Hp.Vict.2.42, PPetr.3p.179 (iii B.C.), Diph.Siph. ap. Ath.3.115c, Trypho ib. 109c, Ath.Med. ap. Orib. 1.2.2, etc.:—also σεμιδάλιν (= σεμιδάλιον), τό, PLond.2.190.45 (iii A.D.), Glossaria (Cf. Assyr. samīdu, Aram. semīdā in same sense.)
German (Pape)
[Seite 871] ἡ, das feinste Weizenmehl, simila, similago, gen. σεμιδάλεως Ath. III, 127 c, σεμιδάλιδος Strattis ib., σεμιδάλεος Archestr. ib. 112 b, acc. σεμίδαλιν Hermipp. bei Ath. I, 28 a, wie Menand. bei Ath. IV, 172 b.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
fleur de la farine du froment.
Étymologie: DELG emprunt oriental certain, à rapprocher de akkad. samidu « fine fleur de farine ».
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σεμίδᾱλις -εως, ἡ fijn tarwemeel.
Russian (Dvoretsky)
σεμίδᾱλις: εως (μῐ) ἡ мука тончайшего помола Arph., NT.
Spanish
English (Strong)
probably of foreign origin; fine wheaten flour: fine flour.
English (Thayer)
accusative σεμίδαλιν, ἡ, the finest wheaten flour: Hippocrates, Aristophanes, Josephus, others; the Sept. often for כֹּלֶת.)
Greek Monolingual
-άλεως, ἡ, ΜΑ, γεν. και -άλιος, και -άλεος, και -άλιδος, Α
το σιμιγδάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανατολικό δάνειο (πρβλ. ακκαδ. samīdu «λεπτό αλεύρι»). Τα λατ. simila / similāgo είναι επίσης ανατολικά δάνεια ή δάνεια από την Ελληνική].
Greek Monotonic
σεμίδᾱλις: ἡ, -εως ή -ιος, το πιο λεπτοαλεσμένο σταρένιο αλεύρι, σιμιγδάλι, Λατ. simila, similago, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
σεμίδᾱλις: ἡ, -εως ἢ -ιος, (Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 112Β -εος)· -τὸ λεπτότατον σίτινον ἄλευρον, Λατ. simila, similago, Ἱππ. 356. 28., 405. 39, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 364, Ἕρμιππος ἐν «Φορμοφόροις» 1. 22, Στράττις ἐν «Ἀνθρώπῳ» 2 (ὅστις ἔχει γεν. -ιδος)· -σεμῐδᾱλίτης ἄρτος, ὁ, ἐκ σεμιδάλεως, πεποιημένος, Ἱππ. 356. 17, πρβλ. Ἀθήν. 109C, 115C, D. -Βραδύτερον οἱ Ρωμαῖοι παρεσκεύαζον ἔτι λεπτότερον ἄλευρον, ὅπερ ὁ Γαλην. 6. 483 καλεῖ σίλιγνιν (Λατ. siligo), προστιθεὶς ὅτι ἡ λέξις δὲν εἶναι τοῦ δοκίμου Ἑλληνισμοῦ.
Frisk Etymological English
-ιος, -εως, -ιδος
Grammatical information: f.
Meaning: finest wheat flour, fine flour (Hp., com. etc.).
Derivatives: σεμιδάλιον (-ιν) n. id., -ίτης ἄρτος (Hp., pap. etc.; Redard 90 f.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Semit.
Etymology: Oriental. LW [loanword], to Syr. sǝmīdā, Assyr. samīdu fine flour (Lewy KZ 58, 28 f.). From the orient also Lat. simila id. a. o.; from Greek Georg. semi(n)dali wheat. S. also Lokotsch Et. Wb. Nr. 1814; Björck Alpha impurum 64.
Middle Liddell
σεμίδᾱλις, ιος, ἡ,
the finest wheaten flour, Lat. simila, similago, Ar.
Frisk Etymology German
σεμίδαλις: -ιος, -εως, -ιδος
{semídālis}
Grammar: f.
Meaning: feinstes Weizenmehl, Feinmehl (Hp., Kom. usw.);
Derivative: σεμιδάλιον (-ιν) n. ib., -ίτης ἄρτος (Hp., Pap. usw.; Redard 90 f.).
Etymology: Oriental. LW, zu syr. səmīdā, assyr. samīdu feines Mehl (Lewy KZ 58, 28 f.). Aus dem Orient ebenfalls lat. simila ib. u. a.; aus dem Griech. georg. semi(n)dali Weizen. S. noch Lokotsch Et. Wb. Nr. 1814; Björck Alpha impurum 64.
Page 2,692
Chinese
原文音譯:sem⋯dalij 些米打利士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:麵粉
字義溯源:細麵(粉)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 細麵(1) 啓18:13
Léxico de magia
ἡ harina de flor de trigo para modelar figurillas ποίησον ἐκ σεμιδάλεως ζῴδια γʹ· ταυροπρόσωπον, τραγοπρόσωπον κριοπρόσωπον haz con harina de flor de trigo tres figuras: una con cara de toro, otra de macho cabrío y otra de carnero P XIII 32