σκεδαστής
English (LSJ)
σκεδαστοῦ, ὁ, scatterer, Ph.1.135, Phot.
Greek (Liddell-Scott)
σκεδαστής: -οῦ, ὁ, ὁ διασκορπιστής, διασκορπίζων, Φίλων 1. 135, Φώτ.
Greek Monolingual
ο ΝΜΑ, και θηλ. σκεδάστρια Ν
αυτός που διασκορπίζει («τῶν προστάξεων τοῦ σκεδαστοῦ Φαραὼ ἠλόγουν», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκεδασ- του αορ. ἐ-σκέδασ-α του σκεδάννυμι + κατάλ. -της (πρβλ. κεραστης)].