ὀλοφυρτέος
English (LSJ)
α, ον, to be lamented, ἡμέρα ib.26.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλοφυρτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ ὀλοφύρομαι, ὃν δεῖ ὀλοφύρεσθαι, Φιλοστρ. 306.
α, ον, to be lamented, ἡμέρα ib.26.
ὀλοφυρτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ ὀλοφύρομαι, ὃν δεῖ ὀλοφύρεσθαι, Φιλοστρ. 306.