α, ον, = βόρειος, APl.4.230 (Leon.).
[Seite 454] vom Boreas herrührend, νιφάς Leon. Tar. 39 (Plan. 230).
βορειαῖος: -α, -ον, = βόρειος, Ἀνθ. Πλαν. 230.
βορειαῖος, -α, -ον (Α) βορέαςο βόρειος.