σκάπτειρα
English (LSJ)
ἡ, fem. of σκαπτήρ, σ. δίκελλα AP6.21.
German (Pape)
[Seite 889] ἡ, tem. von σκαπτήρ, die Grabende, δίκελλα, En. ad. 176 (VI, 21).
Russian (Dvoretsky)
σκάπτειρα: adj. f вскапывающая (δίκελλα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. σκαπτήρ.
Greek Monotonic
σκάπτειρα: ἡ, θηλ. του σκαπτήρ, αυτή που σκάβει, σε Ανθ.