πλατυαύχην
English (LSJ)
ενος, ὁ, ἡ, broad-necked, Man.5.185.
German (Pape)
[Seite 627] ενος, mit breitem Nacken, Halse, Man. 5, 185.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτῠαύχην: -ενος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πλατὺν αὐχένα, Μανέθων 5. 185.
Greek Monolingual
-ενος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει πλατύ αυχένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + αὐχήν, -ένος].