αὐχήν
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
English (LSJ)
αὐχένος, ὁ,
A neck, throat, of men and beasts, Il.7.12, Hes.Op. 815, Arist.HA493a5, PA691b29: rarely, gullet, Nic.Th.350: in plural, of one neck, S.Fr.659.4, Orph.L.137, AP5.27 (Rufin.).
2 metaph., τὸν αὐχένα ἱστάναι to be high-spirited, Philostr.VA7.23; αὐχένα ὑψηλὸν ἀποθέσθαι Vett. Val.261.16.
II metaph., any narrow band or connection (like a neck):
1 neck of land, isthmus, Hdt.1.72,6.37, X.An.6.4.3.
2 narrow sea, strait, of the Bosporus, Hdt.4.85, 118; αὐχήν, πόντου, of the Hellespont, A.Pers.72 (lyr.); of the point at which the Danube spreads from a single stream into several branches, Hdt.4.89.
3 mountain-pass, defile, Id.7.223.
4 neck of the thigh-bone, Hp.Art.55; cervix uteri, Id.Steril.230, Poll. 2.222 (but, pars vaginalis, Gal.UP14.3); root of the tongue, Ruf. Onom.57.
5 handle of the steering-paddle in a ship, Poll.1.90: in plural, Polyaen.3.11.14, Hld.5.28.
6 an architectural member, αὐχένες δρύινοι SIG2587.308. (Cf. αὔφην; ἄμφην Theoc.30.28.)
Spanish (DGE)
αὐχένος, ὁ
• Alolema(s): eol. ἄμφην Theoc.30.28; αὔφην Phlp.Comp.3.16
I 1cuello, cerviz de pers. y anim. Il.5.147, 161, 7.12, 8.326, 16.339, 21.117, Od.10.559, 19.539, Hes.Op.815, Sc.171, Pi.P.4.235, N.1.44, 7.73, Diog.Apoll.B 6, A.Ch.884, S.Ant.1221, E.Ph.1457, Hec.564, Hp.Coac.359, Ar.Nu.592, Lys.681, Pl.R.514a, Arist.HA 493a5, PA 691b29, Aen.Tact.31.32, Theoc.25.243, LXX Ps.128.4, A.R.1.429, 1065, Plb.34.10.8, Opp.H.2.581, Philostr.VS 552, AP 5.28 (Rufin.), 234 (Paul.Sil.) Pamprepius 1re.14, Nonn.D.13.423
•plu. por sg., S.Fr.659.4, Orph.L.137, AP 5.28 (Rufin.)
•fig. τὸν αὐχένα ἱστάναι estar de buen ánimo Philostr.VA 7.23, cf. αὐχένα ὑψηλὸν ἀποθέσθαι Vett.Val.250.7.
2 anat. y bot. arranque o cuello τῶν μητρέων ... αὐχήν el cuello del útero Hp.Steril.230, cf. Nat.Mul.21, Poll.2.222, ὁ ... τῶν ὑστέρων αὐχήν Gal.4.146, αὐχὴν τοῦ μήρου el cuello del fémur Hp.Art.55, del omóplato, Hp.Mochl.1
•raíz o base de la lengua, Ruf.Onom.57
•en plantas τὸ ... γήτειον ... αὐχένα μακρὸν ἔχον la cebolla que tiene un cuello largo Thphr.HP 7.4.10.
II 1de ciertos objetos caña del timón o gobernalle Hld.5.27.3, Poll.1.90, plu. por sg., Polyaen.3.11.14, Hld.5.27.3.
2 varilla del huso GVI 1681.8 (Renea II/I a.C.).
3 de ciertos elementos arquitectónicos αὐχένες δρύϊνοι IG 22.1672.308 (IV a.C.), o decorativos ἀετο[ῦ α] ὐχένα en la decoración de una lámpara SEG 31.1349.8 (Chipre I d.C.)
•ἀμφορέως αὐχήν = cuello de un ánfora Hp.Superf.34.
III geog. y fís.
1 de un río arranque del delta Hdt.4.89, αὐχὴν τοῦ κύματος arranque de la ola Ach.Tat.3.5.3.
2 lengua de tierra istmo B.2.7, Hdt.1.72, 6.37, X.An.6.4.3, Plb.1.75.4, 4.56.5, Ach.Tat.2.14.3, αὐχὴν τῆς ἠπείρου D.S.4.85.
3 brazo de mar, estrecho Hdt.4.85, Nonn.D.41.17, c. gen. αὐχὴν πόντου A.Pers.71, αὐχὴν Δήλου AP 12.55 (Artem.).
4 paso o puerto de montaña τὸ εὐρύτατον τοῦ αὐχένος de las Termópilas, Hdt.7.223.
• Etimología: Deriv. de una raíz *°Hugu̯h- < *augh- rel. c. arm. awj ‘garganta’, het. ḫuek- / ḫuk- ‘degollar’ y quizá ai. uṣhīhā.
German (Pape)
[Seite 405] ένος, ὁ, 1) Nacken, Genick, von Menschen u. Tieren, von Hom. an überall; auch der ganze Hals; Il. 8, 326 11, 40; vgl. Arist. H. A. 1, 12. – 2) übertr., jede Enge, Landenge, τῆς Χερσονήσου Her. 6, 37; vgl. Xen. An. 6, 2, 3 Pol. 1, 75; enges Thal, z. B. die Thermopylen, Her. 7, 223; Strab.; Meerenge, Aesch. Pers. 71; Her. 4, 85; ποταμοῦ, wo der Ister sich theilt, 4, 89. – 3) der Teil des Steuerruders, an den sich der Steuermann lehnt, Poll. 1, 90.
French (Bailly abrégé)
αὐχένος (ὁ) :
I. cou de l'homme et des animaux ; particul. le derrière du cou, nuque;
II. p. anal.
1 gorge ou col de montagne;
2 isthme;
3 bras de mer ou de fleuve, détroit.
Étymologie: R. Ϝεχ porter ; v. ἔχω = lat. veho.
Russian (Dvoretsky)
αὐχήν: αὐχένος ὁ
1 шея (Hom., Hes.; pl. Soph., Anth.; αὐχὴν τὸ μεταξὺ προσώπου καὶ θώρακος Arst.);
2 затылок (αὐχήν ἀστραγάλων ἐάγη Hom.);
3 горло Hes.;
4 ущелье, лощина, горный проход Her.;
5 перешеек Her., Xen., Polyb.;
6 пролив Aesch., Her., Arst., Plut.;
7 разветвление, развилка, раздвоение (ποταμοῦ Her.).
Greek (Liddell-Scott)
αὐχήν: αὐχένος, ὁ, τὸ μεταξὺ κεφαλῆς καὶ τῶν ὤμων μέρος, τράχηλος, λαιμός, «σβέρκος», ἐπὶ ζῴων καὶ ἀνθρώπων, Ἰλ. Η. 12, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 813, κτλ.· εἴτε τὸ ὄπισθεν μέρος (Ὀδ. Κ. 559) εἴτε τὸ ἔμπροσθεν (Ἡσ. Ἀσπ. 418)· περὶ τῶν διαφόρων αὐτοῦ μερῶν ἴδε Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 12, 1, π. Ζ. Μορ. 4. 11, 16: ― σπανίως ὁ φάρυγξ, Νικ. Θ. 350: ― Ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ Λατ. cervices, ἐπὶ ἑνὸς αὐχένος, Σοφ. Ἀποσπ. 487. 4, Ἀνθ. Π. 28, Ὀρφ. Λ. 137. ΙΙ. μεταφ., πᾶν στενὸν μέρος συνδέον δύο ἄλλα μέρη ὡς λαιμός: 1) αὐχὴν γῆς, λαιμός, ἰσθμός, Ἡρόδ. 1. 72., 6. 37, Ξεν. Ἀν. 6. 2 (4) 3. 2) στενὴ θάλασσα, στενὸν πέρασμα, πορθμός· ἐπὶ τοῦ Βοσπόρου, Ἡρόδ. 4. 85, 118· αὐχ. πόντου, ἐπὶ τοῦ Ἑλλησπόντου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 72· ἐπὶ τοῦ σημείου καθ’ ὅ ὁ Ἴστρος ποταμὸς διαχωρίζεται εἰς διαφόρους βραχίονας, Ἡρόδ. 4. 89. 3) στενὸν ὀρεινὸν πέρασμα, στενοπορία, χαράδρα, αὐτ. 7. 223. 4) τὸ ἔξω μέρος τῆς κοτύλης τοῦ ἄρθρου τοῦ ὀστοῦ τοῦ μηροῦ, τὸ ἄκρον τῆς μήτράς, κτλ., Ἱππ. π. Ἄρθρ. 822D, κ. ἀλλ. 5) ὁ οἴαξ, τὸ «δοιᾱκι»τοῦ πηδαλίου, Πολυδ. Α΄, 90, Πολύαιν. 3. 11, 14. ― Πρβλ. τράχηλος. (Ἡ √ΑΥΧ ἦτο ἴσως κατ’ ἀρχὰς FΑΧ = τῷ Σανσκρ. vah (veho), ἴδε τὸ ῥῆμα ἔχω).
English (Slater)
αὐχήν
1 neck βοέους δήσαις ἀνάγκᾳ ἔντεσιν αὐχένας (v.l. βοέοις) (P. 4.235) δισσαῖσι δοιοὺς αὐχένων μάρψαις ἀφύκτοις χερσὶν ἑαῖς ὄφιας (N. 1.44) (ἄκων) ὃς ἐξέπεμψεν παλαισμάτων αὐχένα καὶ σθένος ἀδίαντον (N. 7.73) ]ντος αὐχὴν ῥύοιτο πα[ (Π̆{S}: ἀρχὴν Π.) Δ. 3. 1. τὰν δ' ἐπ αὐχένι στρέφοισαν κάρα (sc. ἔλαφον) *fr. 107a. 6.* τὰν δὲ (sc. ἵππον) πρυμνὸν κεφαλᾶς ὀδὰξ αὐχένα φέροισαν fr. 169. 32.
Greek Monolingual
ο (AM αὐχήν, αὐχένος)
1. το πίσω τμήμα του λαιμού, ο σβέρκος
νεοελλ.
1. ο τράχηλος της μήτρας
2. διάβαση ανάμεσα σε δύο ράχες κορυφογραμμής, διάσελο
αρχ.
1. λαιμός, τράχηλος
2. κάθε στενό τμήμα που συνδέει δύο άλλα πλατύτερα, λαιμός
3. (για τη θάλασσα) ισθμός,πορθμός
4. (για την ξηρά) στενό πέρασμα, χαράδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αυχήν (πρβλ. αρμ. awzi--k' «λαιμός, περιλαίμιο»), αιολ. άμφην (πιθ. και αύφην) είναι αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, τα άμφηνκαι αυχήν πιθ. ανάγονται σε αρχικό τ. άγχF-ην (πρβλ. αρχ. ινδ. amhu- «στενός», ελλ. άγχω), από τον οποίο ο τ. αυχήν προέκυψε με πρόληψη του -F-. Η λ. αυχήν απαντά στον Όμηρο, στην Ιωνική-Αττική και στον Αριστοτέλη για να δηλώσει «τον λαιμό, τον σβέρκο του ανθρώπου ή των ζώων» (πρβλ. τράχηλος), μεταφορικά δε «τη λουρίδα γης, τον ισθμό ή τον πορθμό», ενώ στον Ηρόδοτο έχει την έννοια «του στενού, της στενής διάβασης». Τέλος, στην ανατομία ο όρος αυχήν χαρακτηρίζει μέρος του μηρού ή της μήτρας», στο ναυτικό δε λεξιλόγιο σημαίνει «τη λαβή του πηδαλίου».
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. αυχένιος
αρχ.
αυχενίζω.
ΣΥΝΘ. αρχ.-μσν. εριαύχην, πολυαύχην
αρχ.
αναύχην βρισαύχην, βυσαύχην, γυλιαύχην, δολιχαύχην, καμπυλαύχην, κρατεραύχην, κυρταύχην, λασταύχην, μακραύχην, μεγαλαύχην, μεσαύχην, πλατυαύχην, ριψαύχην, σκληραύχην, στε(ι)ναύχην, στρεψαύχην, τριαύχην, υψαύχην, υψηλαύχην, φριξαύχην, χλωραύχην.
Greek Monotonic
αὐχήν: αὐχένος, ὁ,
I. λαιμός, λάρυγγας, λέγεται για πρόσωπα και κτήνη, «λαιμός» της γης, ισθμός, σε Ηρόδ., Ξεν.
2. στενή θάλασσα, τα στενά, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· λέγεται για το σημείο στο οποίο ο Δούναβης απλώνεται σε πολλά παρακλάδια, σε Ηρόδ.
3. στενό πέρασμα ανάμεσα σε βουνά, χαράδρα, στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
Frisk Etymological English
-ένος
Grammatical information: m.
Meaning: neck, throat; isthmus (Il.).
Other forms: Aeol. acc. ἄμφενα (Theoc. 30. 28). αὔφην in Jo. Gramm. Comp. 3, 16 is very doubtful, cf. Solmsen, Wortforsch. 118 n. 2. ἄμφην· αὐχήν, τράχηλος H.; also ἀμφήν· αὐλήν H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: On ἄμφην beside αὐχήν see Pisani, RiLi 1 (1950) 182f. Schwyzer 296 assumed for ἄμφην *ἀγχϜ-ήν, connecting Skt. aṃhú- narrow etc. (s. ἄγχω), which with anticipation of the labial would have given αὐχήν. This is an improbable construction, the process unparallelled. One connects Arm. awji-k (pl.) neck, but the connection is quite difficult, Clackson 1994, 107ff. - The variants cannot be explained as Greek or IE, so the word will come from the substr. Variation labial/velar is rare (Fur. 388, φωριαμός / χ.; but cf. γέφυρα / βέφυρα); also α/αυ is rare; m/w occurs mostly before n or intervocalic (Fur. 242 - 247). Therefore I think we must compare the type δάφνη / δαυχνα-, which Furnée 229 - 233 explains as showing variation labial/w. I think that these forms had a labio-velar, gʷ, which either gave φ (in Aeolic) or -υχ- with anticipation of the labial element (Beekes Pre-Greek). Thus we have *ἀφ-ην/ αὐ-χήν; ἄμφ-ην then has the well-known prenasalisation. Whatever the exact development, it is clear that substr. origin, and only that, can explain the variants. The Armenian form does not prove IE origin, as it can be a loan from an Anatolian language, cf. γέφυρα - kamurǰ (Beekes, Glotta 2003?).
Middle Liddell
[deriv. uncertain].]
I. the neck, throat, of men and beasts, Hom., etc.
II. metaph. any narrow passage, a neck of land, isthmus, Hdt., Xen.
2. a narrow sea, strait, Hdt., Aesch.; of the point at which the Danube spreads into several branches, Hdt.
3. a narrow mountain-pass, defile, Hdt.
Frisk Etymology German
αὐχήν: -ένος
{aukhḗn}
Grammar: m.
Meaning: Nacken, Hals, auch übertragen von einer Land- oder Meerzunge usw. (seit Il.).
Derivative: Ableitungen: αὐχένιος zum Nacken gehörig (Od. usw.); Demin. αὐχένιον (An. Ox., Eust.), αὐχενίας m. mit Stiernacken versehen (Gloss.). — Denominatives Verb αὐχενίζω den Hals abschneiden (S.), ‘am Hals greifen od. binden’ (Ph., Hippiatr.) mit αὐχενιστήρ m. (Lyk., Hippiatr.).
Etymology: Neben αὐχήν steht äol. ἄμφην (Theok.), außerdem noch αὔφην bei Jo. Gramm. Comp. 3, 16, das aber sehr zweifelhaft ist, vgl. Solmsen Wortforsch. 118 A. 2. Das gegenseitige Verhältnis dieser Formen zueinander bleibt unklar. Daß sie ursprünglich zusammengehören, ist nicht zu bezweifeln; vielleicht sind sie sogar im Grunde identisch. Schwyzer 296 setzt für ἄμφην (nach Schulze GGA 1897, 909 A. 1; vgl. auch Solmsen Wortforsch. 118 m. A. 1) eine Grundform *ἀγχϝήν, zu aind. aṃhú- eng usw. (s. ἄγχω), an, die durch Vorwegnahme des Labials auch αὐχήν ergeben hätte; vgl. noch Pisani Ricerche Linguistiche 1, 182ff. Aus dem Armenischen gehört jedenfalls hierher awji-k‘ (Pl.) Hals, s. Adontz Mélanges Boisacq 1, 10 m. A. 2.
Page 1,192