εἰσακοή

Revision as of 12:30, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἡ, listening, hearkening, Ph.1.593.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
audición, acción de escucharcomo etim. del n. Συμεών Ph.1.593, cf. Aq.Ge.16.11.

German (Pape)

[Seite 740] ἡ, das Anhören, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσακοή: ἡ, τὸ εἰσακούειν, ἀκροᾶσθαι, Συμεὼν ὄνομα μαθήσεως καὶ διδασκαλίας ἐστίν· εἰσακοὴ γὰρ ἑρμηνεύεται Φίλων 1. 593.

Greek Monolingual

εἰσακοή, η (Α)
το να ακούει ή να παρακολουθεί κάποιος με προσοχή.