πανάξιον, all-worthy, Opp.C.3.408.
[Seite 456] ganz würdig, Opp. Cyn. 3, 407.
πᾰνάξιος: -ον, ὅλως ἄξιος, ἀξιώτατος, Ὀππ. Κυν. 3. 408, Συλλ. Ἐπιγρ. 246.
-α, -ο (ΑΜ πανάξιος, -ον)καθ' όλα άξιος, αξιότατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἄξιος.