ἄνευ πόνου, EM 50.29.
v. ἀκονιτί.
ἀκονητί: ὀρθότ. ἀνακονητί, (χωρίς)... ἀκονήσεως, «Ἡσύχ. Ἴδε Α. Κοραῆ κριτ. Σημ. εἰς Ἡσύχ., ἔκδ. Α. Κωνσταντινίδου, Ἀθήνησι, 1889.