ἀκονιτί
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
ἀκονιτί or ἀκονεί (SIG36B (Olympia, V. B.C.), D.19.77), Adv. of ἀκόνιτος, without the dust of the arena, i.e. without struggle, without effort, usually of the conqueror, Th.4.73, X.Ages.6.3; of the loser, εἰ ταῦτα προεῖτο ἀκονιτί D.18.200.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἀκονιτεί IO 153.7 (V a.C.), D.19.77; ἀκονητί EM α 676, Theodos.Gr.Sp.75.27, lacon. ἀσσκονικτεί CEG 372 (Olimpia VI a.C.?)
adv. sin mancharse de polvo e.e. por abandono de la victoria en los Juegos Πυθοῖ πὺξ ἀκονιτί SIG 36A.14 (Delfos IV a.C.), τοὺς ἀκονιτὶ ... τοὺς διὰ μάχης νικῶντας X.Ages.6.3, cf. Philostr.Gym.11
•gener. sin lucha, sin esfuerzo τὴν νίκην ... τίθεσθαι Th.4.73, νίκην νενικηκώς Aeschin.1.64, εἰ γὰρ ταῦτα προεῖτ' ἀκονιτί D.18.200, τῆς θαλάττης ἐπικρατεῖν Plb.1.20.5, cf. 28.21.3, 38.8.3, παραλαμβάνειν τὴν πόλιν I.BI 1.304, κρατεῖν ἁπάντων Luc.DMort.23.1, εὐδαίμων οὗτος ἀκονιτὶ τρυφῶν Lib.Decl.29.6, ἀκονιτί· ἄνευ πόνου EM α 676, cf. Aristid.Or.1.107.
• Etimología: Cf. κόνις.
French (Bailly abrégé)
adv.
sans poussière ; sans combat, sans effort.
Étymologie: ἀ, κονίω.
German (Pape)
[νῑ], ohne Staub, d.i. (von der Palästra entlehnt) kampflos, mühelos, Thuc. 4.73; νικᾶν Xen. Ag. 6.3, wo διὰ μάχης der Gegensatz; ebenso Aesch. 1.64; auch Dem., z.B. ἀκ. ὑφ' ἑαυτῷ ποιήσεται 19.77. Oft Polyb. und Sp., vgl. DC. 5.8.
Russian (Dvoretsky)
ἀκονῑτί: adv. не поднимая пыли, т. е. без усилий, без всякого труда Thuc., Dem., Polyb.: ἀκονιτὶ νικᾶν Xen., Aeschin. одержать легкую победу.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκονῑτί: [τῑ], ἐπίρρ. τοῦ ἀκόνιτος, ἄνευ τοῦ κονιορτοῦ τῆς κονίστρας, τ. ἔ. ἄνευ ἀγῶνος, χωρὶς κόπου ἢ προσπαθείας, Λατ. sine pulvere, ἐπὶ τοῦ νικῶντος, Θουκ. 4, 73, Ξεν. Ἀγησ. 6. 3· ἀλλά, εἰ ταῦτα προεῖτο ἀκονιτί, Δημ. 295. 7.
Greek Monolingual
ἀκονιτὶ και -τεὶ επίρρ. (Α) ἀκόνιτος
1. χωρίς τη σκόνη του στίβου
2. (ειδικά για τους νικητές αγώνων) χωρίς κόπο ή προσπάθεια.
Greek Monotonic
ἀκονῑτί: [τῑ], επίρρ. του ἀκόνιτος, χωρίς τον κονιορτό της κονίστρας, χωρίς την σκόνη της παλαίστρας, δηλ. χωρίς αγώνα, χωρίς κόπο, Λατ. sine pulvere, σε Θουκ., Ξεν.
Middle Liddell
[adverb of ἀκόνιτος
without the dust of the arena, i. e. without a struggle, without effort, Lat. sine pulvere, Thuc., Xen.
English (Woodhouse)
without a struggle, without difficulty, without trouble
Mantoulidis Etymological
(=χωρίς τή σκόνη τῆς κονίστρας, χωρίς κόπο). Ἀπό το α στερητ. + κονίω (=σκονίζω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα κονίω.