= πατροῦχος, Leg.Gort.7.15, al.
-ον, Ατο θηλ. η πατροῦχος παρθένος, η επίκληρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πατρῷα «πατρική κληρονομιά» (< πατρῷος) + -ῶχος (< ἔχω), πρβλ. ζευγώχος].