τρύγω
English (LSJ)
A dry, τρύγει· ξηραίνει, Theognost.Can.24; but τρυγεῖ· ξηραίνει, Hsch.; τρύγει· ξηραίνεται, Zonar. :—ἔτρυγεν· ἐξηράνθη, ἐπὶ λίμνης, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1155] trocknen, Hesych. Vgl. φρύγω.
A dry, τρύγει· ξηραίνει, Theognost.Can.24; but τρυγεῖ· ξηραίνει, Hsch.; τρύγει· ξηραίνεται, Zonar. :—ἔτρυγεν· ἐξηράνθη, ἐπὶ λίμνης, Hsch.
[Seite 1155] trocknen, Hesych. Vgl. φρύγω.