= ἀγγαρεύω, PTeb.5.182 (ii B.C.).
v. ἀγγαρεύω.
-έω, -ία See also: s. ἄγγαρος.
ἐγγαρεύω: -έω, -ία{eggareúō}See also: s. ἄγγαρος.Page 1,435