περιήνεικα

Revision as of 12:32, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

Ion. aor. 1 of περιφέρω, Hdt.1.84.

French (Bailly abrégé)

v. περιφέρω.

Greek (Liddell-Scott)

περιήνεικα: Ἰων. ἀόρ. α΄ τοῦ περιφέρω, Ἡρόδ. 1.84.

Greek Monotonic

περιήνεικα: Ιων. αντί -ήνεγκα, αόρ. αʹ του περιφέρω, σε Ηρόδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιήνεικα Ion. indic. aor. act. van περιφέρω.