περιήνεικα
From LSJ
English (LSJ)
Ion. aor. 1 of περιφέρω, Hdt.1.84.
French (Bailly abrégé)
v. περιφέρω.
Greek (Liddell-Scott)
περιήνεικα: Ἰων. ἀόρ. α΄ τοῦ περιφέρω, Ἡρόδ. 1.84.
Greek Monotonic
περιήνεικα: Ιων. αντί -ήνεγκα, αόρ. αʹ του περιφέρω, σε Ηρόδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιήνεικα Ion. indic. aor. act. van περιφέρω.