-ους, τό, = αὔχημα, Sch.A.Pers.871.
-ους, τόorgullo, altivez ἀγλαὸν αὖ. Inscr.Phryg.14.7, cf. Sch.A.Pers.871D., Tz.Comm.Ar.3.722.6.
αὖχος: ὁ, εἶδος ὀσπρίου, Ἡρόφιλ. ἐν Notices des Mss., 11, 2, σ. 193.