αὔχημα
Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten
English (LSJ)
αὐχήματος, τό,
A thing boasted of, object of pride, the pride, boast, S.OC710 (lyr.); cause for boasting, glory, σὺ γάρ νιν εἰς τόδ' εἷσας αὔχημ' ib.713, cf. Th.7.75.
II = αὔχη, boasting, self-confidence, Id.2.62, 7.66; ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας = the pride of the glory that lives after men Pi.P.1.92: in plural, ποῦ τὰ πρόσθεν αὐχήματα; Pl.Ax.365a.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 objeto de orgullo o de gloria χθονὸς αὔ. μέγιστον S.OC 710, Ἀργεῖον αὔχημα E.Ph.1137, τὸ μελιχρὸν αὔχημα Λεσβίων Σαπφώ Luc.Am.30, Σικελίας αὔ. τροφαλίς Ath.658a, ὦ νεανίδες ἐμῆς αὐχήματα μεγαλοφροσύνης Meth.Symp.1 proem.9, Νῶε ... τοῖς αὐχήμασιν εὖ μάλα κατεστεμμένος Cyr.Al.M.69.49C, cf. 225C.
2 orgullo, jactancia αὔχημα καὶ ἀπὸ ἀμαθίας εὐτυχοῦς καὶ δειλῷ τινι ἐγγίνεται la jactancia puede surgir hasta en un cobarde por efecto de una ignorancia afortunada Th.2.62, παρ' ἐλπίδα τοῦ αὐχήματος σφαλλόμενρι Th.7.66, ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας orgullo de gloria que sobrevive a los mortales Pi.P.1.92, ποῦ τὰ πρόσθεν αὐχήματα; Pl.Ax.365a, τυραννικὰ αὐχήματα D.H.7.45, φρύαγμα ἵππου ... αὔ. Poll.1.216
•gloria σὺ γάρ νιν εἰς τόδ' εἶσας αὔ. S.OC 713, ἀπὸ οἵας λαμπρότητος καὶ αὐχήματος ... ἀφῖκτο Th.7.75, γένους αὔ. καὶ πλούτου φρόνημα D.C.55.16.3.
German (Pape)
[Seite 405] τό, Prahlerei, Stolz, Thuc. 2, 62 u. A.; plur. Plat. Ax. 365 a; ὀπισθόμβροτον αὔχημα δόξας Pind. P. 1, 92, Nachruhm. Übertr., χθονὸς αὐχ., des Landes Stolz, Soph. O. C. 714, worauf das Land stolz sein kann.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 sujet d'orgueil ; réputation, gloire;
2 présomption, jactance, orgueil.
Étymologie: αὐχέω.
Russian (Dvoretsky)
αὔχημα: ατος τό
1 гордость, самоуверенность Thuc.; pl. Plat.;
2 гордость, краса (χθονός Soph.);
3 слава, величие (ἐς τόδ᾽ ἕσσι αὔ. τινα Soph.; λαμπρότης καὶ αὔ. Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
αὔχημα: τό, πρᾶγμα δι’ ὅ καυχᾶταί τις καὶ ὑπερηφανεύεται, καύχημα, χθονὸς Σοφ. Ο. Κ. 710· αἰτία πρὸς καύχησιν, δόξα, σὺ γάρ νιν εἰς τόδ’ εἶσας αὔχημ’ αὐτόθι 713, πρβλ. Θουκ. 7. 75. ΙΙ. = αὐχή, καύχησις, πεποίθησις εἰς ἑαυτόν, Θουκ. 2. 62., 7. 66: ― Περὶ τοῦ ἐν Πινδ. Π. 1. 180, πρβλ. ὀπισθόμβροτος.
English (Slater)
αὔχημα
1 acclaim ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας οἶον ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν μανύει (P. 1.92)
Greek Monolingual
αὔχημα, το (Α) αυχώ
1. πράγμα για το οποίο καυχιέται και υπερηφανεύεται κανείς, το καύχημα
2. αιτία για καύχημα, δόξα
3. καύχηση, παίνεμα, επίδειξη δύναμης
4. έπαρση, αλαζονεία.
Greek Monotonic
αὔχημα: -ατος, τό,
I. πράγμα για το οποίο καυχιέται κανείς, δόξα, υπερηφάνεια, σε Σοφ.· πρόκληση για καύχημα, δόξα, στον ίδ., Θουκ.
II. καύχηση, αυτοπεποίθηση, στον ίδ.
Middle Liddell
[From αὐχέω
I. a thing boasted of, a pride, boast, Soph.: cause for boasting, glory, Soph., Thuc.
II. boasting, self-confidence, Thuc.
English (Woodhouse)
boasting, boast of, pride of, the glory of
Lexicon Thucydideum
gloriatio, superbia, boasting, pride, 2.62.4, 7.66.3, 7.75.6.
Translations
boasting
Azerbaijani: lovğalıq; Dutch: opschepperij; Finnish: rehenteleväisyys, öykkärimäisyys, pöyhkeys; German: Angeben, Angabe, Großprahlerei, Prahlen, Prahlerei; Greek: αμετροέπεια, καυχησιά, καυχησιολογία, καύχος, κομπασμός, λεονταρισμοί, μεγάλα λόγια, μεγαλαυχία, μεγαληγορία, μεγαλορρημοσύνη, μεγαλοστομία, μεγαλοστομίες, ξιπασιά, στόμφος, υπερβολές, φανφαρονισμός; Ancient Greek: ἀλαζονεία, ἀλαζονία, αὔχη, αὔχημα, αὔχησις, εὖγμα, εὐχωλή, καύχησις, καῦχος, κομπαγωγία, κομπασμός, κόμπασμα, κομπεία, κομπία, ψολοκομπία, κουφολογία, λάπισμα, μεγαλαυχία, μεγαλορρημονία, ὄγκος, περιαυτολογία, περπερεία, πλατυσμός, σεμνολογία, τὸ ἀλαζονικόν, τὸ γαῦρον, τὸ κομπῶδες, τὸ μεγάλαυχον, ὑπερηφανία, ὑψηλολογία; Irish: mórtas; Latin: iactantia; Malayalam: ദുരഭിമാനം; Spanish: jactancia, fanfarronería; Swedish: skrytsamhet, skryt, skrävel