καθαγισμός

Revision as of 12:32, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὁ, funeral rites, Luc.Luct.19.

German (Pape)

[Seite 1279] ὁ, die Weihung des Opfers, bes. durch Verbrennung, vom Todtenopfer Luc. de luct. 19.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
célébration d'un sacrifice pour des funérailles.
Étymologie: καθαγίζω.

Greek Monolingual

καθαγισμός, ὁ (Α) καθαγίζω
1. καθιέρωση, αφιέρωση προσφορών σε νεκρούς
2. συνεκδ. επικήδεια τελετή («τὰ μὲν γὰρ ἐπὶ τῶν καθαγισμῶν... ὁρᾱτε», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

καθᾰγισμός: ὁ, επικήδειες τελετές, Λατ. parentalia, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθᾰγισμός:погребальное жертвоприношение, тризна Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθαγισμός -οῦ, ὁ [καθαγίζω] begrafenisritueel.

Middle Liddell

καθᾰγισμός, [from καθᾰγίζω]
funeral rites, Lat parentalia, Luc.