πλοκάδος, ἡ, = πλόκαμος, Pherecr.225.
[Seite 637] άδος, ἡ, = πλόκαμος, Pherecrat. bei Poll. 2, 28.
πλοκάς: -άδος, = πλόκαμος, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 68.
-άδος, ἡ, Απλόκαμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλόκος + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. λιθάς, μοσχάς)].