πλόκος
φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth
English (LSJ)
ὁ,
A lock of hair, braid, curl, A.Ch.197, S.Aj.1179, A.R.4.30, etc.; χαίτης π. E.El.527; τοὺς ἀκηράτους π. κόμης Id.Ion1266, etc.
II wreath or chaplet, πλόκοι σελίνων the parsley-wreath at the Isthmian Games, Pi.O.13.33; μυρσίνης πλόκοι E.El.778; π. ἀνθέων Id.Med.841 (lyr.); π. χρυσήλατος ib.786.
2 plaited bowstring, Lyc.915.
German (Pape)
[Seite 637] ὁ, wie πλόκαμος, Haargeflecht, Locke; Aesch. Ch. 194; Soph. Ai. 1158; u. öfter Eur.; auch von dem Gerank des Eppich, Pind. Ol. 13, 33; μυρσίνης, Eur. El. 778; u. von einem Kranze, Med. 841.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 touffe de cheveux noués ou bouclés;
2 couronne tressée.
Étymologie: πλέκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλόκος -ου, ὁ [πλέκω] haarlok, krul. krans. pees (van een boog, van in elkaar gedraaide of gevlochten ingewanden).
Russian (Dvoretsky)
πλόκος: ὁ
1 прядь, локон Trag.;
2 венок, гирлянда (πλόκοι σελίνων Pind.; π. ἀνθέων Eur.).
English (Slater)
πλόκος wreathing, wreath δύο δ' αὐτὸν ἔρεψαν πλόκοι σελίνων ἐν Ἰσθμιάδεσσιν φανέντα (O. 13.33) ]πλοκον ς[τεφά]νων κισσίνων Δ. 3. 7.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. ο πλόκαμος της κόμης, πλεξούδα
2. στεφάνι («πλόκος ἀνθέων», Ευρ.)
3. χορδή τόξου
4. φρ. «πλόκος σελίνων» — στεφάνι φτιαγμένο από σέλινα, το οποίο δινόταν ως βραβείο στα Ίσθμια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα πλοκ- του ρ. πλέκω (για τη σημ. βλ. λ. πλέκω)].
Greek Monotonic
πλόκος: ὁ (πλέκω)·
I. βόστρυχος από μαλλιά, πλεξίδα, μπούκλα, σε Τραγ.
II. στεφάνι ή στεφάνι λουλουδιών, πλόκοι σελίνων, βραβείο κατά τους Ισθμικούς αγώνες, σε Πίνδ.· μυρσίνης πλόκοι, σε Ευρ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
πλόκος: ὁ, (πλέκω) πλόκαμος, βόστρυχος τῆς κόμης, Αἰσχύλ. Χο. 197, Σοφ. Αἴ. 1179, κτλ.· πλ. χαίτης Εὐρ. Ἠλ. 527· τοὺς ἀκηράτους πλόκους κόμης ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1266, κτλ. ΙΙ. στέφανος, πλόκος σελίνων, ὁ ἐκ σελίνων στέφανος ὁ διδόμενος ὡς βραβεῖον κατὰ τοὺς Ἰσθμικοὺς ἀγῶνας, Πινδ. Ο. 13. 45· μυρσίνης πλόκοι Εὐρ. Ἠλ. 778· πλόκος ἀνθέων ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 841· πλ. χρυσήλατος αὐτόθι 786. 2) νευρὰ τόξου, Λυκόφρ. 915.
Middle Liddell
πλόκος, ὁ, πλέκω
I. a lock of hair, a braid, curl, Trag.
II. a wreath or chaplet, πλόκοι σελίνων the parsley- wreath at the Isthmian Games, Pind.; μυρσίνης πλόκοι Eur., etc.