τό, Dim. of σῆμα, Eust.1675.44.
[Seite 874] τό, dim. von σῆμα, Sp. Vgl. σημάδιον.
σημάτιον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ σῆμα, Εὐστ. 1675. 44.2) ὡς Βυζ., δικανικὸς ὅρος, = ἐνέχυρον.
τὸ, ΜΑ σῆμα, -ατος]μσν.ενέχυροαρχ.μικρό σημάδι, σημαδάκι.