ἐνέχυρον

From LSJ

Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn

Menander, Monostichoi, 232
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνέχῠρον Medium diacritics: ἐνέχυρον Low diacritics: ενέχυρον Capitals: ΕΝΕΧΥΡΟΝ
Transliteration A: enéchyron Transliteration B: enechyron Transliteration C: enechyron Beta Code: e)ne/xuron

English (LSJ)

τό, (ἐχυρός) pledge, security, ἐνέχυρον ἀποδεικνύναι and ὑποτιθέναι to offer a pledge, Hdt.2.136; ἐνέχυρα ἀποδιδόναι And.1.39; λαμβάνειν ibid., X.An.7.6.23; ἐνέχυρα βίᾳ φέρειν Antipho 6.11; ἐνέχυρον φέρειν τῶν γειτόνων Hermipp.29; τὰ ἐ. τινων PHib.1.46 (iii B.C.), etc.; ἐνέχυρον τιθέναι τι make a thing a pledge, put it in pawn, Ar.Pl.451, cf. Ec.755; ἐνέχυρον κεῖται Pl.Lg.820e; ἐπ' ἐνεχύρῳ δοῦναι give on security, D.49.2; ἐπ' ἐνεχύροις δανείζειν Ph.1.634; ἐκ τῶν ἐνεχύρων τῶν ὠφληκότων τὴν δίκην from the forfeited pledges, IG2.814a A26 (iv B.C.): metaph. in plural, hostages, of wives and children, Aen. Tact.5.1, cf. Ph.1.323 (sg.).

Spanish (DGE)

(ἐνέχῠρον) -ου, τό
• Alolema(s): beoc. ἐννέχυρον IThesp.44.7 (III a.C.)
• Grafía: graf. cret. ἰνέκυρον ICr.App.27.7 (Axo V a.C.), ἐνέκυρον ICr.4.80.9 (IV a.C.), ἐνήχυρον SEG 47.1435.3 (Camarina III/II a.C.)
jur. prenda, garantía gener. del pago de un préstamo o de una multa, tb. del cumplimiento de obligaciones cívicas, contractuales o de otro tipo, en sg. o plu. c. valor colect.:
a) desde el punto de vista del prestatario, esp. en expr. para ‘dar garantías, entregar garantías' o bien ‘en prenda’, ‘como garantía’ en uso pred. ἀποδεικνύντα ἐ. τοῦ πατρὸς τὸν νέκυν οὕτω λαμβάνειν τὸ χρέος Hdt.2.136, ἐνέχυρα θήσων (τὰ σκευάρια) Ar.Ec.755, cf. Pl.451, Com.Adesp.1089.4, POxy.1295.12 (II/III d.C.), περὶ δὲ τᾶς Νίκας ... ἃγ καταθέντες ἐνέχυρα οἱ Μεθυ[δριεῖς IPArk.16.18 (Orcómeno III a.C.), ἐ. δώσι δύο ὀβολὼς ὑπέρ τε αὐτοσαυτῶ κὴ τῶν ἐγγύων ἑκάστω IThesp.55.16 (III a.C.), σου θοἰμάτιον ἐνέχυρα κεῖται tu manto (me) queda en prenda, Lyr.Alex.Adesp.5.4, τῇ καπηλίδι ᾗ τὸ ἱμάτιον ἐδεδώκησαν ἐ. πρὸς ἀσωτείαν la comerciante a la que estúpidamente habían dejado el manto en prenda, PFay.12.23 (II a.C.), ἐνεχύρων δόσεις Iust.Nou.7.5 proem., ὑποθέμενοι ... ἅπαντα ἡμῶν τὰ ὑπάρχοντα καὶ ὑπάρξαντα ἐνεχύρου λόγῳ POxy.1890.17 (VI d.C.);
b) desde el punto de vista del acreedor, esp. en expr. para ‘tomar garantías’ o bien ‘en prenda’, ‘como garantía’ en uso pred. οὔτε ζημιώσας οὐδένα οὔτε ἐνέχυρα βίᾳ φέρων Antipho 6.11, cf. Hermipp.29, ICr.2.12.16Ac.1 (Eleuterna VI/V a.C.), ἐνεχυράσαι τὸ ἐ. tomar garantías LXX De.24.10, ὡμολόγει ἔχειν ἐ. τὸ ἀπολόμενον ὄργανον PLond.2017.7 (III a.C.), τοῦτον ἐ. λαβών Men.Epit.326, τοῦ πράγματος τούτου τῷ τελώνῃ ἀγωγὴ καὶ ἐνεχύρου λῆψις ἔστω en caso de impago de impuestos SEG 39.1180.88 (Éfeso I a.C.), c. gen. del que paga ἐνέχυρα λαμβανέτω τοῦ ἐζημιωμένου IOropos 277.11 (IV a.C.), cf. SEG 13.521.95 (Pérgamo II a.C.), en giro prep. c. ἐπί: οὔτε γὰρ ἐπ' ἐνεχύρῳ οὔτε μετὰ μαρτύρων ἔδωκεν (τὸ συμβόλαιον) concedió (el préstamo) sin garantías ni testigos D.49.2, δανείσας τῇ πατρίδι ἀργύριον ἐπὶ ἐνεχύρῳ τῇ ἀκροπόλει Ath.508f, εἴ τις ... ἐπ' ἐνεχύροις λήψεται τὸ μνῆμα τοῦτο SEG 32.1612.9 (Lidia III a.C., cf. SEG 41.1011)
en otros cont.: ‘devolver la prenda’ ἂν] δὲ καὶ ἀποδῶσιν ὅσον ἂν ... ὀφείλειν αὐτοὺς κριθῇ, δηλονότι ὑμεῖς τὰ ἐνέχυρα αὐτοῖς ἀποδώσατε IG 7.2870.12 (Coronea II d.C.), ‘liberar la prenda’ ἐνέχυρα λύσιμα prendas redimibles Pl.Lg.820e, λύσεις τῶν ἐνεχύρων Milet 1(3).147.41 (III a.C.), en caso de impago ἐκ τῶν ἐνεχύρων τῶν ὠφληκότων τὰς δίκα[ς ID 98A.25 (IV a.C.), τὸ ἀργύριον εἰσάγετε ἢ τὰ ἐνέχυρα αὐτῶν ἀποστέλλετε ὅπως πραθῇ PHib.46.18 (III a.C.);
c) desde el punto de vista de terceros que intervienen ἐὰν δέ τις ἀφαιρῆται ... τὰ ἐνέχυρα ... τοὺς πράττοντας si alguno arrebata las prendas a los ejecutores, IG 12(7).69.37 (Amorgos III a.C.), παράστασις ἐνεχύρων ofrecimiento de prendas al acreedor en favor del prestatario IPr.108.91 (II a.C.), ἔ] γγυοι καὶ βεβαιωτῆρες ἔστωσαν τῶν ἐνεχύρων Pouilloux, Choix 13.27 (Delfos II a.C.);
d) desde el punto de vista de la prenda, en expr. para ‘estar depositado’ ἀναγραψάτωσαν εἰς τὴν φλιὰν τὸ ὄνομα τοῦ δανεισαμένου πατρόθεν καὶ τὸ ἐ. ὃ ἂν ὑποθῇ Sokolowski 3.103B.41, cf. 51 (Amorgos I a.C.), γραφὴ ποτηρίων τῶν κειμένων ἐνέχυρα (sic) ἐμ Φιλαδελφείᾳ PCair.Zen.327.2 (III a.C.);
e) usos fig., ref. cosas y personas que «garantizan» algo τὰ τείχη καὶ τὰς ναῦς ἔλαβον ἡμῶν ἐνέχυρα Λακεδαιμόνιοι And.3.39, cf. X.An.7.6.23, οἷς ἐνέχυρα ἐν τῇ πόλει ὑπάρχει, τέκνα καὶ γυναῖκα λέγω Aen.Tact.5.1, cf. Ph.1.323, ἅτε μηδὲν ἔχων ἐ. ἐν τῷ βίῳ, οὐκ ἀγρόν, οὐ συνοικίαν, οὐ χρυσόν ... Luc.Cat.15, ἐ. ... ἀκριβὲς τῆς πίστεως αὐτοῦ garantía firme de su fidelidad Hld.1.26.6, cf. Arr.Epict.4.13.5, πειθοῦς ἐ. Charito 2.9.1, ἔχων τοῦτο τῆς ἡμῶν χάριτος τὸ ἐ. Socr.Sch.HE 2.23.7.

German (Pape)

[Seite 840] τό, Pfand, Handgeld, das man zur Sicherheit giebt od. nimmt, Her. 2, 136; τιθέναι, verpfänden, Ar. Plut. 450 u. a. com.; Plat. Legg. VII, 820 e; bes. im plur., die Redner, wie Antiph. 5, 76. 6, 11; Andoc. 3, 39; Pol. 5, 2, 10.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
gage, nantissement.
Étymologie: ἐν, ἐχυρός.

Russian (Dvoretsky)

ἐνέχῠρον: τό залог, обеспечение (ἐ. τι ὑποτιθέναι и ἀποδεικνύναι Her. или τιθέναι Arph., Polyb., Plut.; ἐνέχυρα λαμβάνειν Xen.; ἐπ᾽ ἐνεχύρῳ δοῦναι Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνέχῠρον: τό, (ἐχυρὸς) ἐνέχυρον, ὡς καὶ νῦν, ἐνέχυρον ἀποδεικνύναι ἢ ὑποτιθέναι, παρουσιάζειν ἐνέχυρον, Ἡρόδ. 2. 136· ἐνέχυρα ἀποδιδόναι Ἀνδοκ. 28. 27· λαμβάνειν αὐτόθι 23, Ξεν. Ἀν. 7. 6, 23· ἐνέχυρα βίᾳ φέρειν Ἀντιφ. 142. 35· τόν τε κότυλον πρῶτον ἤνεγκα ἐνέχυρον τῶν γειτόνων Ἕρμιππος ἐν «Θεοῖς» 4· ἐν. τιθέναι τι Ἀριστοφ. Πλ. 451· πρβλ. Ἐκκλ. 755· ἐν. κεῖται Πλάτ. Νόμ. 820Ε· ἐπ’ ἐνεχύρῳ δοῦναι 1185. 12· ἐκ τῶν ἐν. τῶν ὠφληκότων τὴν δίκην, ἐκ τῶν διὰ δίκης καταληφθέντων ἐνεχύρων, Συλλ. Ἐπιγρ. 158Α. 24. - Ἐν τῇ Ἀττικ. νομοθεσίᾳ, ἐνέχυρον ἢ ἐνέχυρα κυρίως ἦσαν κινητὰ κτήματα, ἅπερ ὁ δανειστὴς ἠδύνατο νὰ λάβῃ πρὸς ἀσφάλειαν διὰ τὰ χρήματα, ἅπερ ἐδάνεισεν, ἐνῷ ἡ ὑποθήκη ἐσήμαινε κυρίως πραγματικήν. ἤτοι ἀκίνητον περιουσίαν (ἐν ᾗ συμπεριελαμβάνοντο καὶ δοῦλοι ἢ πλοῖα) ἥτις ἐδίδετο ὡς ὑποθήκη εἰς τὸν δανειστήν, ἴδε Att. Proe. 504 κἑξ.

Greek Monotonic

ἐνέχῠρον: τό (ἐχυρός), υποθήκη, ασφάλεια, εγγύηση, αμανάτι, σε Ηρόδ., Ξεν.· ἐν. τιθέναι τι, θέτω κάτι ως ενέχυρο, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ἐν-έχῠρον, ου, τό, ἐχυρός
a pledge, surety, security, Hdt., Xen.; ἐν. τιθέναι τι to make a thing a pledge, put it in pawn, Ar.

English (Woodhouse)

pledge, stake, something a mortgaged, something mortgaged, something pledged

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ἐγγύηση). Σύνθετο ἀπό τό ἐν + ἐχυρόν (=ἀσφαλές) τοῦ ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ ἐνέχυρον: ἐνεχυράζω (=παίρνω σάν ἐνέχυρο), ἐνεχυρασία, ἐνεχυρασμός, ἐνεχύρασμα (=ἐνέχυρο), ἐνεχυραστός.