-εως, ἡ, leprosy, Tz.H.10.147.
[Seite 30] ἡ, der Aussatz, Tzetz.
λέπρωσις: -εως, ἡ, λέπρα, Τζέτζ. Ἱστ. 10. 148.
λέπρωσις, ἡ (ΑM) λεπρούμαιλέπρα.