καταγεμίζω
English (LSJ)
load heavily, σκάφη D.C.74.13.
German (Pape)
[Seite 1341] beladen, σκάφη ὑπὲρ τὴν δύναμιν αὐτῶν D. Cass. 74, 13.
Greek (Liddell-Scott)
καταγεμίζω: μέλλ. -σω, ὡς καὶ νῦν, γεμίζω τι πολύ, τὰ σκάφη ὑπὲρ τὴν δύναμιν αὐτῶν κατεγέμισαν Δίων Κ. 74. 13.
Greek Monolingual
(Α καταγεμίζω)
γεμίζω κάτι εντελώς, υπερπληρώ («καταγέμισε τη βάρκα με ψάρια»).