βάρκα
From LSJ
ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general
Spanish (DGE)
1 tarent. partes pudendas Hsch.β 252.
2 fíbula Hsch.β 252.
Greek Monolingual
η (Μ βάρκα)
κάθε μικρό σκάφος με ή χωρίς κατάστρωμα που μπορεί να κινείται με κουπιά, ιστία ή μηχανή
νεοελλ.
1. ποσότητα όση χωράει σε μία βάρκα
2. παιδικό ομαδικό παιχνίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. bārca < bārica < λατ. bāris < ελλ. βάρις].