ἐξανακτίζω

Revision as of 12:36, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

rebuild, πόλιν Tz.H.13.7.

Spanish (DGE)

reconstruir πόλιν Tz.H.13.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξανακτίζω: κτίζω ἐκ νέου, «’ξανακτίζω», τὴν Σαμαρέων πόλιν ἐξανακτίσας Τζέτζ. Ἱστ. 13. 7.

Greek Monolingual

και ξανακτίζω (Μ ἐξανακτίζω)
κτίζω εκ νέου, οικοδομώ και πάλι, κατασκευάζω κάτι («τὴν πόλιν ἐξανακτίσας», Τζέτζ.).