χλίδημα

Revision as of 12:36, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

-ατος, τό, = χλιδή, E.IA74.

German (Pape)

[Seite 1359] τό, = χλιδή, Eur. I. A. 74.

French (Bailly abrégé)

ήματος (τό) :
parure, luxe.
Étymologie: χλιδάω.

Russian (Dvoretsky)

χλίδημα: ατος (ῐ) τό роскошь, пышность (βάρβαρον χ. Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

χλίδημα: τό, = χλιδή, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. (Νόθ.) 74.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α
χλιδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χλι- του ρ. χλιαίνω με οδοντική παρέκταση -δ- + κατάλ. -η-μα].

Greek Monotonic

χλίδημα: τό, = χλιδή, σε Ευρ.

Middle Liddell

χλίδημα, ατος, τό, = χλιδή, Eur.]