τό, = κεράτιον II, Aët.9.32.
ξυλόκοκκον, τὸ (Α)πολύ μικρή μονάδα βάρους, το κεράτιον, σημερ. καράτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κόκκος «είδος μέτρου»].