ἀποστερίσκω

Revision as of 12:37, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

= ἀποστερέω, S.OC376.

Spanish (DGE)

privar c. ac. de pers. y gen. de cosa Πολυνείκη θρόνων S.OC 376.

German (Pape)

[Seite 327] = ἀποστερέω, τινά τινος Soph. O. C. 377.

French (Bailly abrégé)

c. ἀποστερέω.
Étymologie: ἀπό, στερίσκω.

Greek Monotonic

ἀποστερίσκω: = ἀποστερέω, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποστερίσκω: Soph. и ἀποστέρω Isocr. = ἀποστερέω.

Middle Liddell

ἀποστερέω = ἀποστερέω